Οχι άλλη μοντερνιά
Πήγα το περασμένο Σάββατο για παγωτό στη Χαρά. Είχε ένα ραντεβού μεσημεριανό εκείνη που κοιμάται πλάι μου με τη Μαρία Κουμπάνη, γιατί η Μαρία Κουμπάνη ετοιμάζει ένα θεατρικό και βρήκα και εγώ την ευκαιρία να το σκάσω. Τηλεφώνησα λοιπόν στην κουμπάρα τη Γωγώ και της είπα: «Κουμπάρα Γωγώ, πάμε για παγωτάκι;» Τι θα έλεγε, όχι; Είπε ναι ενθουσιωδώς, με πλατύ χαμόγελο.
Την παρέλαβα από την Πλατεία Εξαρχείων, σβιν σβιν, φτάσαμε Πατησίων, παρκάραμε.
Η αγωνία μου μεγάλη. Γιατί; Διότι είχα 25 χρόνια να πάω στη Χαρά, από τότε που κοπροσκυλιάζαμε στις κοντινές Αμπάρες με Μιχάλη Παναγιωτάκη και άλλα σκατόπαιδα και ακούγαμε τα «Στέφανα» από τον Μάκη. Και ύστερα δεν έβγαινε το ξενύχτι άνευ παγωτού. Σικάγο στη Χαρά ή παρφέ κρέμα που έπαιρνα εγώ. Το σούπερ παρφέ κρέμα, χωρίς κομματάκια από φρούτα αποξηραμένα, αλλά μόνο με αμύγδαλο!
Φτάσαμε, κάτσαμε, παραγγείλαμε. Παρφέ κρέμα και οι δύο, γιατί και η Γωγώ δεν είναι των πειραμάτων και το «Παγωτό ουίσκι» που διαφήμιζε το ταμπλετάκι έξω από το ζαχαροπλαστείο το αντιμετώπισε με ύψιστη καχυποψία. Περιμέναμε λίγο γιατί είχε φουλ κόσμο, ήρθαν εν τέλει τα παγωτά όπως τα θυμόμουνα. Οπως ακριβώς τα θυμόμουνα. Ενα λοφάκι παρφέ, στεφανωμένο με σαντιγί και μια δόση ψιλοκομμένο αμύγδαλο. Συν μια δόση σιρόπι βύσσινο για την κουμπάρα, που δεν κάνει κράτει, όπως κάτι φλώροι σαν τον υπογράφοντα.
Δεν ήταν μόνο η όψη όπως τη θυμόμουνα. Ηταν και η γεύση! Το ίδιο πράγμα, ρε παιδί μου, το ίδιο και απαράλλαχτο, λες και δεν είχε περάσει ούτε πρωί, ούτε απόγευμα, ούτε μέρα, ούτε νύχτα από τότε που γλυκαινόμασταν μετά το «φτιάξε μου έναν καφέ και μη βάλεις ζάχαρη». Κοίταξα τη Γωγώ, κοίταξε και η Γωγώ εμένα και, άμα δεν ήμασταν παιδιά μεγάλα, κοντά, πολύ κοντά στα 50 πλέον, θα είχαμε βάλει τα κλάματα. Δεν είμαστε όμως παιδιά, είμαστε πλάσματα μιας κάποιας ηλικίας και αρκεστήκαμε να εξαφανίσουμε το παρφέ συνοδεία μυκηθμών ευχαρίστησης.
Υστερα την πήγα σπίτι την κουμπάρα και πήγα και εγώ σπίτι μου. Και στη διαδρομή σκεφτόμουνα ότι μερικά πράγματα σε μια πόλη δεν πρέπει να αλλάζουν. Απαγορεύεται να αλλάζουν. Πρέπει να μένουν ίδια, ολόιδια, για να της χαρίζουν χαρακτήρα συγκεκριμένο και να μην την καθιστούν παράρτημα της παγκόσμιας suburbia. Τι θα κέρδιζε δηλαδή το Παρίσι αν γινόταν μεταμοντέρνο μπιστρό με αφρούς και άζωτα η Coupole; Τι θα αποκόμιζε η Βιέννη αν το ξήλωνε το μαγαζί ο Demel και το έκανε Starbucks; Πόσο θα ανέβαινε η Ζυρίχη αν το Kronenhalle μεταμορφωνόταν σε Burger King ή έστω σε Wendy’s; Τίποτα, απολύτως τίποτα, τσεβά, που λέμε κι εμείς οι βλάχοι.
Τα σκέφτηκα όλα αυτά και σκέφτηκα επίσης ότι πάνω κάτω πριν από 20 χρόνια είχα διαβάσει το πρώτο κομμάτι «αποδόμησης» της ελληνικής εστίασης. Στο «Αθηνόραμα» ήταν, το υπέγραφε ένας νεοσσός εκείνη την εποχή (και αργότερα ιδιαιτέρως προβεβλημένος) συνάδελφος. Τα είχε τότε βάλει με τη γαριδόσουπα του Δουράμπεη. Και δώσ’ του «ναι μεν αλλά» και πάρε «απαρχαιωμένη» και συμπλήρωνε «θα μπορούσε να γίνει πιο προχωρημένη με λίγο από αυτό και κάτι από εκείνο», καταλαβαινόμαστε υποθέτω. Η γνωστή ελληνική τακτική «για να χτίσω το καινούργιο, πρέπει οπωσδήποτε να ξεθεμελιώσω το παλιό». Αντιπαροχή σαν να λέμε και δείτε πού φτάσαμε.
Να εξηγούμεθα: Δεν είμαι εναντίον του καινούργιου. Το αγαπώ και εγώ όπως το αγαπήσαμε όλα τα στερημένα πλάσματα που τελειώσαμε το δημοτικό σχολείο στη δεκαετία του ’70. Αλλο αυτό όμως και άλλο η μανία του Νεοέλληνα να καταστρέψει κάθε παράδοση στο όνομα της μοντερνιάς. «Πώς αλλιώς θα την πουλήσει τη μοντερνιά;» θα με ρωτήσετε και δίκιο θα έχετε. Η απάντησή μου; Δεν είναι ανάγκη να ξεφτιλίσει ούτε το παγωτό της Χαράς, ούτε τη γαριδόσουπα του Δουράμπεη.
Μπορεί να παρουσιάσει τη δική του πρόταση δίχως κανιβαλισμούς. Και ας συνυπάρξει το παλαιό με το καινούργιο σε μια σχετική αρμονία. Αλλά πώς να προκόψεις στη χώρα του Οιδίποδα χωρίς πατροκτονίες;